- πολυμορφίας
- πολυμορφίᾱς , πολυμορφίαmanifoldnessfem acc plπολυμορφίᾱς , πολυμορφίαmanifoldnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
γεωγραφική απομόνωση — Το φαινόμενο της απομόνωσης ενός ή περισσότερων φυτικών και ζωικών ειδών σε κάποιον χώρο λόγω της παρουσίας πρακτικά αδιάβατων γεωγραφικών εμποδίων (υψηλών οροσειρών, μεγάλων θαλάσσιων εκτάσεων), που εμποδίζουν την επαφή τους με την πανίδα και τη … Dictionary of Greek
Θεσπρωτίας, νομός — Νομός (1.515 τ. χλμ., 46.091 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο βορειοδυτικό τμήμα της, με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα. Περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Θεσπρωτίας και συνορεύει στα Β με την Αλβανία, στα Α με τον νομό Ιωαννίνων, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek